πλατωσιά

πλατωσιά
η открытая местность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πλατωσιά" в других словарях:

  • πλατωσιά — η, Ν το πλάτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάτωσις, κατά τα θηλ. σε –ιά] …   Dictionary of Greek

  • πλάτωμα — Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμών, του νομού Μεσσηνίας. * * * το, Ν ανοιχτός χώρος, ευρεία, πλατιά έκταση, πλατωσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάτος, κατά τα ίσιωμα, ύψωμα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»